- δεκατεύων
- δεκατεύωexact tithe frompres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
десѧтьствовати — ДЕСѦТЬСТВ|ОВАТИ (6), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Давать десятину, десятую часть чего л.: ѥсть чл҃вкъ иже мало можеть дати ѿ схода ѥго. и ѥсть инъ десѩтьствѹ˫аи жита ѥго. инъ четверинѹ. инъ третинѹ. инъ половинѹ. кождо свою мѣрѹ. (δεκατεύων) ПНЧ 1296, 66 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δεκατεύω — (AM δεκατεύω) [δεκάτη] 1. παίρνω ως φόρο το ένα δέκατο τής παραγωγής ή άλλων αγαθών 2. υποχρεώνω κάποιον να καταβάλει «τὴν δεκάτην» αρχ. 1. προσφέρω σε θεότητα το ένα δέκατο τών γεωργικών προϊόντων («δεκατεύων τὰ ἐκ τοῡ ἀγροῡ ὡραῑα θυσίαν ἐποίει… … Dictionary of Greek